Όσο οξύνονται οι αντιθέσεις και οι αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό της χώρας, βλέπω τον κοινό νου να αποσύρεται από το προσκήνιο. Βλέπω τη σημασία των επιχειρημάτων να σμικρύνεται επικίνδυνα και την συζήτηση να δίνει τη θέση της σε αμείλικτα σιδερένια διλήμματα του τύπου, «είσαι με μας ή με τους άλλους;».
Η σύνθεση απόψεων, η αναγνώριση θετικών και αρνητικών σημείων στις θέσεις και των δύο «στρατοπέδων» θεωρείται προδοσία ή ύποπτη συναλλαγή. Κινούμαστε πλέον στον αστερισμό του ατσάλινου «ναι ή όχι». Νομίζω ότι δεν θα μπορούσε να συμβεί χειρότερο πράγμα σε μια κοινωνία, από την επικράτηση των φανατικών της. Γι’ αυτό, θα θυμηθώ μια ιστορία που μου ‘χε πει ο αείμνηστος δημοσιογράφος Γιώργος Καράγιωργας, ο οποίος πέθανε πριν λίγες μέρες πλήρης ημερών στα 92 του χρόνια.«Στα Δεκεμβριανά, τέλη 1944 με αρχές 1945, γύριζα από την εφημερίδα στο σπίτι μου στο Μεταξουργείο. Ήταν πολύ αργά, σχεδόν ξημερώματα. Η Αθήνα εκείνο το φρικτό δίμηνο ήταν πεδίο μάχης με εντελώς ασαφή τα σύνορα ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα. Από τη μια ήταν τα πολυάριθμα συντάγματα του ΕΛΛΑΣ και από την άλλη ο στρατός που είχε ανέβει από τη Μέση Ανατολή, οι χωροφύλακες, οι Εγγλέζοι και τα Τάγματα Ασφαλείας. Όλη την ημέρα χτυπιόντουσαν μανιασμένα, οι γειτονιές άλλαζαν χέρια κάθε ώρα. Μόλις έπεφτε το σκοτάδι, τα σύνορα γίνονταν διάτρητα, ο κόσμος αμπαρωνόταν στο σπίτι του, ενώ στους δρόμους κυκλοφορούσαν λογής-λογής φανατικοί και φονιάδες κι απ’ τις δύο πλευρές που έκαναν ό,τι ήθελαν. Αλλοίμονο σ’ όποιον έπεφτε πάνω τους. Εγώ προχωρούσα κουρασμένος και με χίλιες προφυλάξεις στα έρημα στενά τού Μεταξουργείου, προσπαθώντας να φτάσω μια ώρα αρχύτερα στο σπίτι. Και ξαφνικά, πενήντα μέτρα πριν από την πόρτα μου, εμφανίζονται από τη γωνιά δυο τύποι, που μόλις με αντίκρισαν κατευθύνθηκαν κατά πάνω μου. Με τις καθημερινές συγκρούσεις στους δρόμους της Αθήνας, είχαμε μάθει χοντρικά να ξεχωρίζουμε τους ανθρώπους των δύο στρατοπέδων. Από το ντύσιμο τους, από τον οπλισμό τους, από την ορολογία που χρησιμοποιούσαν, από τις περιοχές που εμφανιζόντουσαν. Στην Καισαριανή, στου Μακρυγιάννη, στον Νέο Κόσμο, στους Αμπελόκηπους, χαμηλά στα Πατήσια, κυριαρχούσαν οι Κομμουνιστές. Στο Θησείο, γύρω απ’ την Ακρόπολη, στα Πετράλωνα, στο κέντρο της Αθήνας, στην Βικτώρια, επικρατούσαν οι Δεξιοί. Στα Σεπόλια, στο Μοσχάτο, στον Πειραιά ήταν μισοί-μισοί. Στα Κρητικά και στα Μανιάτικα ήταν Εθνικόφρονες, στη Δραπετσώνα και τη Νίκαια ήταν Κομμουνιστές. Αν φορούσαν αμπέχωνα ή μπερέδες ήταν Αριστεροί, αν φορούσαν παλτά, καπαρντίνες ή κανένα εξάρτημα φουστανέλας ήταν Δεξιοί. Αν κρατούσαν Γερμανικά λούγκερ και αυτόματα ήταν μάλλον ΕΛΛΑΣίτες, αν είχαν Εγγλέζικο οπλισμό μάλλον Εθνικόφρονες. Αν μιλούσαν για «Βασιλοφασίστες» και για «Εγγλεζάκια» ξέραμε το στρατόπεδο τους, αν μιλούσαν για «κουμμούνια» και για «Πατερούλη Στάλιν» επίσης ξέραμε. Προσπάθησα να τους προσπεράσω κοιτάζοντας χαμηλά, όμως εκείνοι μού κλείσανε το δρόμο. Σήκωσα υποχρεωτικά τα μάτια μου και είδα έντρομος ότι ο ένας κρατούσε στη χερούκλα του ένα παλιό στρατιωτικό περίστροφο, απ’ αυτά που είχαν κρίκο στη βάση της λαβής. Των βαλκανικών πολέμων ήταν αυτό το όπλο, ένας Θεός ξέρει πού το ‘χε ανακαλύψει. Μ’ άρπαξε με το ένα χέρι από το πέτο ενώ μού ακούμπησε το πιστόλι στο στέρνο. Ο άλλος μ’ έψαξε πρόχειρα έξω απ’ τα ρούχα, για να δει αν είμαι οπλισμένος. Το χέρι του σκάλωσε στο πορτοφολάκι μου, μού το πήρε, έβγαλε κάτι χαρτονομίσματα, τα ‘βαλε στην τσέπη του κι έπειτα βάλθηκε να χαζεύει την ταυτότητα μου. Ευτυχώς, δεν βρήκε την ταυτότητα της εφημερίδας που είχα ρίξει στην άλλη τσέπη. Επειδή η εφημερίδα ήταν γνωστών απόψεων, αν την έβρισκε είχα 50% πιθανότητες να γλυτώσω και 50% να με ξαπλώσουν επί τόπου. Μέσα στον τρόμο μου, βάλθηκα να τους αποκρυπτογραφήσω, διότι αυτό θα μπορούσε να με σώσει. Παρά την προσπάθεια που έκανα όμως να καταλάβω σε ποιό στρατόπεδο ανήκαν, δε μπορούσα. Η ταυτότητα τους ήταν εντελώς απροσδιόριστη. Ο ένας ήταν ντυμένος σα χωριάτης που μόλις είχε κατέβει απ’ τα βουνά κι ο άλλος φορούσε κοστούμι. Άντε τώρα να καταλάβεις. Τι να ήταν ο χωριάτης; Κανένας φονιάς ΕΛΛΑΣίτης από τα Γκράβαρα που ήρθε να καταλάβει την πρωτεύουσα ή κανένας βιαστής Γερμανοτσολιάς που γλύτωσε απ’ τον Βελουχιώτη στου Μελιγαλά και ήρθε στην Αθήνα να εκδικηθεί; Αμ ο κουστουμαρισμένος; Μήπως ήταν κανένας αιματοβαμμένος Χίτης του Γρίβα ή μήπως κανένας μαχαιροβγάλτης της ΟΠΛΑ, της Ασφάλειας των Κομμουνιστών; Εδώ σε ήθελα. Ο καλοντυμένος πάντως έκανε κουμάντο κι ο θηριώδης χωριάτης ήταν το εκτελεστικό όργανο. Άρχισα να τους μιλώ, ελπίζοντας ότι με την απάντηση τους, θα καταλάβαινα τι καπνό φουμάριζαν. Τους είπα ότι είμαι μεροκαμαματιάρης, ότι ξεφόρτωνα τσουβάλια ως αργά τη νύχτα, ότι με περιμένει η μάνα μου στο σπίτι και διάφορα άλλα παρόμοια δραματικά, αλλά πρωτίστως πολιτικά ουδέτερα. Τότε ο καλοντυμένος, άναψε ένα τσιγάρο που έβγαλε από την τσέπη, μού φύσηξε τον καπνό στα μούτρα και μού απηύθηνε την πρώτη και μοναδική του ερώτηση: «Με ποιούς είσαι, ρε;» Έμεινα άναυδος. Ήταν η πιο φαρμακερή ερώτηση της εποχής, η πιο θανατηφόρα. Με ποιούς είμαι; Απ’ αυτή την απάντηση λοιπόν εξαρτιόταν η ζωή μου, στα 26 μου χρόνια; Τι να απαντούσα διάολε; Πως να καταλάβω πού ανήκαν οι ηλίθιοι κουμπουροφόροι, για να τους απαντήσω αναλόγως και να γλυτώσω; Δεν ήμουν ποτέ δειλός, ούτε κλαψιάρης. Αν είχα κι εγώ ένα πιστόλι, δεν θα πήγαινα τουλάχιστον σαν το σκυλί στ’ αμπέλι. Αλλά ήμουν άοπλος κι αυτό που μού συνέβαινε ήταν τόσο παρανοϊκό, τόσο βαθιά παράλογο, τόσο άδικο... Νιώθοντας το πιστόλι να με πιέζει στο στήθος, απάντησα το μόνο που μπορούσα: «Με κανέναν δεν είμαι εγώ. Δεν ξέρω από πολιτικά, δεν ανακατεύομαι.» Τότε ήταν που ξέσπασε το βροντερό γέλιο τού χωριάτη, ενώ πίεζε ακόμα περισσότερο το περίστροφο στο στήθος μου: «Με κανέναν; Α χα χα χα! Δε γίνεται αυτό κουμπάρε. Ή με τον έναν θα είσαι ή με τον άλλον. Υποχρεωτικά. Άιντε, λέγε να τελειώνουμε. Δε θα ξημερωθούμε εδώ.» Το χνώτο του βρωμούσε κρασί, η απλυσιά του μου ‘κοβε την ανάσα. Επρόκειτο για απόβρασμα, που σε ομαλές συνθήκες θα επιβίωνε στο δεύτερο υπόγειο της κοινωνίας. Τώρα όμως ο εμφύλιος και η ανωμαλία τον είχαν βγάλει στον αφρό σαν το σκατό στην επιφάνεια του ανοικτού βόθρου. Περίμενα να με σκοτώσουν σ’ εκείνο το σοκάκι, αλλά την τελευταία στιγμή μ’ έσωσαν δυο πράγματα. Η φωνή μιας γριούλας πίσω από ένα κλειστό μπατζούρι απέναντι μας και κάτι ανδρικές ομιλίες που ακούστηκαν στο βάθος τού στενού. «Φοβηθείτε το Θεό» είχε φωνάξει η γιαγιά που προφανώς παρακολουθούσε τη σκηνή μέσα από το σπίτι και δεν άντεξε να μην επέμβει. «Σκάσε!» της φώναξε ο κουστουμαρισμένος, «σκάσε κωλόγρια, μη μπω μέσα και σε γαμήσω». Στο μεταξύ οι ανδρικές ομιλίες πλησίαζαν, θα πρέπει να ήταν πεντέξι άτομα, οπότε οι δύο αρκουδόμαγκες μού έδωσαν μια σπρωξιά κι έφυγαν τρέχοντας προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ίσως φοβήθηκαν για καμιά περίπολο και δεν τόλμησαν να πυροβολήσουν, ίσως με φοβέριζαν απλώς χωρίς να θέλουν να με σκοτώσουν. Εγώ πάντως, είδα τον χάρο με τα μάτια μου.»
«Τελικά, κύριε Γιώργο, Αριστεροί ή Δεξιοί ήταν;» ρώτησα εγώ.
«Πού να ξέρω; Και τι σημασία είχε; Η ίδια σκηνή επαναλαμβανόταν εκατό φορές την ημέρα, με κουμπουροφόρους κι απ’ τις δυο παρατάξεις και με θύματα απλά ανθρωπάκια. Η λογική είχε χαθεί κι όλα έπρεπε να στριμωχτούν μέσα σ’ ένα υποχρεωτικό Δεξιά ή Αριστερά. Τον μέσο δρόμο τον κυνηγούσαν ανελέητα κι οι δύο. Ξέρεις πόσος κόσμος πήγε τσάμπα, μέχρι να τελειώσει αυτό το πανηγύρι των φανατικών;»